- απρόσοδος
- -η, -οαυτός που δε φέρνει εισόδημα, πρόσοδο: Το χτήμα αυτό είναι εντελώς απρόσοδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπρόσοδος — without approach masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρόσοδος — η, ο (AM ἀπρόσοδος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν αποφέρει εισόδημα, ή κέρδος αρχ. μσν. ο απρόσιτος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπρόσοδον η μη παροχή προσόδων … Dictionary of Greek
ἀπρόσοδον — ἀπρόσοδος without approach masc/fem acc sg ἀπρόσοδος without approach neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσοδα — ἀπρόσοδος without approach neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσοδοι — ἀπρόσοδος without approach masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek